- τυφωνοειδῶς
- τῡφωνοειδῶς , τυφωνοειδῶςlike a whirlwindindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυφωνοειδώς — Α επίρρ. όμοια με τυφώνα, με θύελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *τυφωνοειδής (< τυφώς + ειδής*)] … Dictionary of Greek